- μεταβλαστάνω
- μεταβλαστάνω,A grow differently, Thphr.HP2.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβλαστάνω — (Α μεταβλαστάνω) νεοελλ. βλαστάνω εκ νέου αρχ. παίρνω διαφορετική μορφή κατά τη βλάστηση, βλαστάνω διαφορετικά … Dictionary of Greek